2008
Η σωτήρια χείρα του Σωτήρος
Μάρτιος 2008


Η σωτήρια χείρα του Σωτήρος

Ένα καλοκαίρι, όταν μεγάλωνα στο Αρκάνσας, οι γείτονές μου με προσεκάλεσαν να πάω δύο ημέρες μαζί τους για κατασκήνωση, ψάρεμα και κολύμβηση σε έναν ταμιευτήρα, κοντά στο Σάρντις του Μισισιπή. Περάσαμε αρκετές ημέρες απολαμβάνοντας κάθε είδους υπαίθριες δραστηριότητες.

Την τελευταία ημέρα μας κάναμε το τελικό μπάνιο, προτού επιστρέψουμε σπίτι. Καθώς οι φίλοι μου κι εγώ πετούσαμε μία μπάλα θαλάσσης μπρος-πίσω, η μπάλα πέρασε πάνω από το κεφάλι μου και έπεσε ορισμένα μέτρα πέρα από εμένα. Ο άνεμος άρχισε αμέσως να φυσά την μπάλα μακριά από εμένα, κατά μήκος της επιφανείας του νερού. Την κυνήγησα, αλλά ο άνεμος εξακολουθούσε να φυσά την μπάλα πέραν της αποστάσεως που θα μπορούσα να την φθάσω. Σε σύντομο χρονικό διάστημα είχα φθάσει τις σημαδούρες που αποτελούσαν όριο της ρηχής περιοχής προς κολύμβηση. Η μπάλα είχε πάει πέρα από τις σημαδούρες, προς το κυρίως μέρος του ταμιευτήρος.

Καθώς πλησίαζα τις σημαδούρες, δεν σκέφθηκα πολύ να κολυμπήσω πέρα από αυτές. Η μπάλα δεν ήταν τόσο μακριά πέρα από εμένα και ήμουν σίγουρος ότι μπορούσα να την πιάσω. Εξάλλου, είχα ολοκληρώσει μία σειρά μαθημάτων για τη σωτηρία της ζωής και φορούσα υπερηφάνως το έμβλημα της σειράς μαθημάτων στο μαγιώ μου. Αισθανόμουν άνετα στο νερό και πεπεισμένος ότι ήμουν αρκετά δυνατός για να επανακτήσω την μπάλα.

Ο άνεμος, εντούτοις, εξακολουθούσε να κρατά την μπάλα πέρα από την απόσταση που θα μπορούσα να την φθάσω. Μερικές φορές, πήγαινα τόσο κοντά που μπορούσα να την αγγίξω με τα δάκτυλά μου και μετά την έβλεπα να φεύγει πάλι. Τελικώς, μία ριπή την φύσηξε πέρα από την απόσταση στην οποία θα μπορούσα να την φθάσω.

Δεν γνώριζα πόσο μακριά είχα πάει, μέχρις ότου σταμάτησα για να ξεκουρασθώ. Το νερό φαινόταν πολύ πιο σκούρο και κρύο απ’ ότι ήταν στη ρηχή περιοχή προς κολύμβηση. Όταν κοίταξα πίσω προς την ακτή, συνειδητοποίησα ότι ήμουν κοντά στη μέση του ταμιευτήρος. Απεφάσισα να εγκαταλείψω την μπάλα θαλάσσης και να κολυμπήσω προς την ακτή. Ήμουν κουρασμένος και αποκαμωμένος, αλλά δεν ανησυχούσα. Ήμουν νέος και ένοιωθα ότι θα ήμουν εντάξει.

Όμως, καθώς προσπαθούσα να επιστρέψω στην ακτή, ο άνεμος που είχε βοηθήσει την μπάλα θαλάσσης, ήταν εναντίον μου. Φαινόταν ότι, όσο επίπονα κι αν κολυμπούσα, έκανα λίγη πρόοδο. Τα χέρια και τα πόδια μου άρχισαν να καίνε και να πονούν. Σταμάτησα για να κολυμπήσω σαν τους σκύλους και να επιπλεύσω, προσπαθώντας να επανακτήσω τη δύναμή μου.

Τότε άκουσα έναν οικείο ήχο – τον ήχο μίας βενζινακάτου. Ήμουν ευτυχής και ανακουφισμένος που είδα έναν άνδρα σε μία μικρή βάρκα να με τραβά και να μου προσφέρει τη μεταφορά προς την ακτή. Τα χέρια και τα πόδια μου δεν είχαν καθόλου δύναμη. Δεν μπορούσα καν να ανεβώ στη βάρκα, κι έτσι έβαλα το ένα χέρι στη μία πλευρά και περίμενα ενώ ο άγνωστος με έσυρε αργά πίσω στην περιοχή προς κολύμβηση. Άρπαξα μία από τις σημαδούρες, άφησα τη βάρκα, έκανα νεύμα για να πω ευχαριστώ και κολύμπησα προς την ακτή.

Δεκαπέντε χρόνια αργότερα για άλλη μία φορά ευρέθην σε δυσάρεστη κατάσταση. Για πολύ καιρό κολυμπούσα σε έναν ταμιευτήρα αμαρτίας. Η επιδίωξη μίας εγκόσμιας πορείας και η αναζήτηση πραγμάτων μικρής ή καθόλου αξίας με είχαν αφήσει να τσαλαβουτώ σε βαθιά νερά. Δεν είχα καθόλου δύναμη και η ελπίδα μου χανόταν. Τα πράγματα που είχα επιδιώξει, παρέμεναν ανέφικτα, και το σκοτάδι φαινόταν ότι επρόκειτο να με καταπιεί.

Σε απόγνωση, ανεφώνησα στον Επουράνιο Πατέρα. Σαν τον άνδρα στη βάρκα, ο Σωτήρας ήλθε να με διασώσει, όταν Τον χρειαζόμουν πάνω απ’ όλα. Μέσω ενός των τελευταίων ημερών προφήτου του Θεού, με οδήγησε στο Βιβλίο του Μόρμον. Με οδήγησε κατά το μονοπάτι της μετανοίας και με εξάγνισε από τις αμαρτίες μου στα ύδατα της βαπτίσεως. Κατόπιν με έβαλε σε ένα μέρος πέραν της θλίψεως των αμαρτιών, όπου προσπαθώ να παραμείνω έκτοτε.