2008
Η αναπάντεχη πασχαλινή ευωχία
Μάρτιος 2008


Η αναπάντεχη πασχαλινή ευωχία

Το Πάσχα ήταν πάντοτε μία ξεχωριστή εορτή, ενώ μεγάλωνα. Μετά την εκκλησία, οι γονείς μου δίδασκαν στην οικογένεια ένα μάθημα σχετικώς με την Εξιλέωση και την Ανάσταση. Το βράδυ είχαμε μία πεντανόστιμη ευωχία. Φίλοι συχνά έρχονταν για δείπνο, ο οποίος ήταν τόσο χαρούμενος όσο και νόστιμος. Χάριν αυτών των παραδόσεων, το Πάσχα έγινε η αγαπημένη μου εορτή – ιερός χρόνος με την οικογένεια για τον εορτασμό της Αναστάσεως του Σωτήρος.

Κάποιο χρόνο κι ενώ σπούδαζα στο Λονδίνο, βρέθηκα μόνη για το Πάσχα. Ο τομέας μου συγκεντρωνόταν αργά το απόγευμα και γι’ αυτόν τον λόγο οι ώρες του πρωινού φάνηκαν πολλές προτού αρχίσει η εκκλησία. Σκέφθηκα την οικογένειά μου, χιλιόμετρα μακριά, να εορτάζει την ημέρα χωρίς εμένα, και ένοιωθα την καρδιά μου άδεια και λυπημένη.

Στην αρχή ήθελα να ενδώσω στην αυτό-λύπηση, αλλά κατόπιν άρχισα να διερωτώμαι τι θα μπορούσα να κάνω προκειμένου να κάνω την ημέρα σημαντική. Ο νους μου πήγε στους ανθρώπους που προσπερνούσα καθημερινώς στους κοσμοβριθείς υπογείους σταθμούς. Όπως σε πολλές μεγάλες πόλεις, οι υπόγειοι σταθμοί στέγαζαν συχνά αστέγους που επαιτούσαν χρήματα. Είχα αισθανθεί συμπόνια για αυτούς και συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν η μόνη στο Λονδίνο που περνούσε μόνη της το Πάσχα. Η βοήθεια προς αγνώστους φάνηκε ξαφνικά σαν ένας καλός τρόπος για να δείξω την ευγνωμοσύνη μου για τα υπέροχα Πάσχα που είχα απολαύσει ως παιδί.

Έκανα αρκετά γεύματα σε σακούλες που περιείχαν σάντουιτς, φρούτα, κράκερ και αναψυκτικά. Κατόπιν κατευθύνθηκα προς τον υπόγειο σταθμό, αναζητώντας τους ανθρώπους που ενίοτε είχα αποφύγει. Οι περισσότεροι ήταν πραγματικά ευγνώμονες για το φαγητό. Στον καθέναν έλεγα: «Καλό Πάσχα!»

Όταν μου έμεινε ένα γεύμα, συνάντησα έναν άνδρα που έμοιαζε καταπιεσμένος. Τα ρούχα του ήταν βρόμικα, στο πρόσωπό του έβλεπες τα δεινά του, και τα μάτια του ήταν γεμάτα βαθεία θλίψη. Καθώς του προσέφερα το γεύμα, με κοίταξε με έκπληξη.

«Τι είναι αυτό;» ερώτησε.

«Είναι γεύμα, κύριε», απήντησα.

«Ευχαριστώ, ευχαριστώ πάρα πολύ», είπε. Η έκφρασή του ξαφνικά άλλαξε και έγινε έκφραση χαράς και ευγνωμοσύνης. Άρπαξε τη σακούλα ενθουσιωδώς και την κρατούσε σαν να ήταν πολύτιμος θησαυρός.

«Παρακαλώ», είπα, συγκινημένη από το βλέμμα στο πρόσωπό του. «Καλό Πάσχα, κύριε».

«Καλό Πάσχα!», απήντησε.

Καθώς βάδιζα προς το σπίτι, τα λόγια του βασιλέως Βενιαμίν ήλθαν στο νουν μου: «Γιατί, ιδέστε, δεν είμαστε όλοι ζητιάνοι;» (Μωσία 4:19). Συνειδητοποίησα ότι χωρίς τον Σωτήρα, όλοι μας θα εξοβελιζόμασταν, θα ήμαστε καταπιεσμένοι και μόνοι μας. Αλλά ο Σωτήρας μάς προσεγγίζει και μας προσφέρει κάτι που θέλουμε απεγνωσμένα: την ελπίδα ότι μπορούμε να είμεθα αγνοί, ότι θα ζήσουμε πάλι και ότι θα επιστρέψουμε σε Εκείνον κάποια ημέρα.

Αντιμέτωπη με την αμαρτία και τον θάνατο, ίσταμαι επίσης ενώπιον του Σωτήρος ως επαίτις. Με προσεγγίζει προσφέροντάς μου ευσπλαχνία. Κάποια ημέρα, όταν σταθώ ενώπιόν Του, στο πρόσωπό μου θα είναι καταγεγραμμένη βαθεία ευγνωμοσύνη, από την οποία έχω πάρει γεύση, σε μικρό βαθμό, στο πρόσωπο αυτού του ταπεινού ανδρός.

Βαδίζοντας προς το σπίτι, άρχισα να κλαίω. Η μοναξιά μου είχε φύγει και είχε αντικατασταθεί από χαρά και βαθύτερη κατανόηση των λόγων του βασιλέως Βενιαμίν και της ευσπλαχνίας του Σωτήρος. Ευχαρίστησα σιωπηλά τον Κύριο για το απροσδόκητο δώρο αυτού του ανδρός σε μένα. Του είχα προσφέρει ένα απλό γεύμα. Μου επέστρεψε μία αληθινή πασχαλινή ευωχία.