Κεφάλαιο 4
Οι ορειχάλκινες πλάκες
Οι ορειχάλκινες πλάκες ήταν σημαντικά χρονικά. Έλεγαν για τους προγόνους του Λεχί και περιείχαν τα λόγια του Θεού, που αποκαλύφθηκαν μέσω των προφητών.
Ο Λάμαν και ο Λεμουήλ δεν ήθελαν να επιστρέψουν για να πάρουν τις ορειχάλκινες πλάκες. Είπαν ότι αυτό θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Δεν είχαν πίστη στον Κύριο.
Ο Νεφί ήθελε να υπακούσει τον Κύριο. Ήξερε ότι ο Κύριος θα βοηθούσε αυτόν και τους αδελφούς του να πάρουν τις ορειχάλκινες πλάκες από τον Λάβαν.
Ο Λάμαν, ο Λεμουήλ, ο Σαμ και ο Νεφί ταξίδεψαν πίσω στην Ιερουσαλήμ για να πάρουν τις ορειχάλκινες πλάκες.
Ο Λάμαν πήγε στον Λάβαν και του ζήτησε τις πλάκες.
Ο Λάβαν θύμωσε και δεν έδινε στον Λάμαν τις ορειχάλκινες πλάκες. Ο Λάβαν ήθελε να σκοτώσει τον Λάμαν, αλλά ο Λάμαν ξέφυγε.
Ο Λάμαν είπε στους αδελφούς του τι είχε συμβεί. Ήταν φοβισμένος και ήθελε να τα παρατήσει και να γυρίσει στον πατέρα τους στην ερημιά.
Ο Νεφί είπε ότι δεν μπορούσαν να επιστρέψουν χωρίς τις ορειχάλκινες πλάκες. Είπε στους αδελφούς του να έχουν περισσότερη πίστη στον Κύριο και ότι θα μπορούσαν να πάρουν τις ορειχάλκινες πλάκες.
Ο Νεφί και οι αδελφοί του πήγαν στο παλιό τους σπίτι στην Ιερουσαλήμ και μάζεψαν τον χρυσό και το ασήμι τους, για να τα ανταλλάξουν με τις πλάκες.
Έδειξαν στον Λάβαν τα πλούτη τους και προσφέρθηκαν να τα ανταλλάξουν με τις πλάκες. Όταν ο Λάβαν είδε τον χρυσό και το ασήμι τους, θέλησε να τα κρατήσει για τον εαυτό του και τους πέταξε έξω.
Ο Λάβαν είπε στους ανθρώπους του να σκοτώσουν τους γιους του Λεχί. Ο Νεφί και οι αδελφοί του έτρεξαν και κρύφτηκαν σε μία σπηλιά. Ο Λάβαν κράτησε τον χρυσό και το ασήμι.
Ο Λάμαν και Λεμουήλ θύμωσαν με τον Νεφί. Χτύπησαν τον Νεφί και τον Σαμ με ένα ξύλο.
Ένας άγγελος εμφανίστηκε και είπε στον Λάμαν και τον Λεμουήλ να σταματήσουν. Είπε ότι ο Κύριος θα τους βοηθούσε να πάρουν τις πλάκες. Επίσης είπε ότι ο Νεφί θα γινόταν αρχηγός στα αδέλφια του.
Ο Νεφί είπε στους αδελφούς του να έχουν πίστη στον Κύριο και να μην φοβούνται τον Λάβαν και τους άνδρες του. Ο Νεφί ενθάρρυνε τους αδελφούς του να πάνε πίσω, στην Ιερουσαλήμ.
Εκείνη τη νύχτα οι αδελφοί του Νεφί κρύφτηκαν έξω από τα τείχη της πόλης, ενώ ο Νεφί γλίστρησε μέσα. Περπάτησε προς το σπίτι του Λάβαν.
Καθώς ο Νεφί πλησίασε το σπίτι του Λάβαν, είδε έναν μεθυσμένο άνδρα πεσμένο καταγής. Ήταν ο Λάβαν.
Ο Νεφί είδε το σπαθί του Λάβαν και το σήκωσε. Το Άγιο Πνεύμα είπε στον Νεφί να σκοτώσει τον Λάβαν, αλλά ο Νεφί δεν ήθελε να τον σκοτώσει.
Το Άγιο Πνεύμα είπε ξανά στον Νεφί να σκοτώσει τον Λάβαν, έτσι ώστε ο Νεφί να μπορέσει να πάρει τις ορειχάλκινες πλάκες. Η οικογένεια του Λεχί χρειαζόταν τις πλάκες για να μπορέσει να μάθει το Ευαγγέλιο.
Ο Νεφί υπάκουσε το Άγιο Πνεύμα και σκότωσε τον Λάβαν. Κατόπιν ο Νεφί φόρεσε τα ρούχα και τον οπλισμό του Λάβαν.
Ο Νεφί μπήκε μέσα στο σπίτι του Λάβαν και συνάντησε τον Ζώραμ, τον υπηρέτη του Λάβαν. Ο Νεφί έμοιαζε και ακουγόταν ακριβώς όπως ο Λάβαν.
Είπε στον Ζώραμ να φέρει τις ορειχάλκινες πλάκες. Ο Ζώραμ νόμισε ότι ο Νεφί ήταν ο Λάβαν κι έτσι του έδωσε τις πλάκες. Ο Νεφί είπε στον Ζώραμ να τον ακολουθήσει.
Ο Λάμαν, ο Λεμουήλ και ο Σαμ είδαν τον Νεφί να έρχεται και τρόμαξαν. Νόμισαν ότι ήταν ο Λάβαν. Άρχισαν να τρέχουν αλλά σταμάτησαν όταν τους φώναξε ο Νεφί.
Τότε ο Ζώραμ κατάλαβε ότι ο Νεφί δεν ήταν ο Λάβαν και προσπάθησε να τρέξει. Ο Νεφί έπιασε τον Ζώραμ και υποσχέθηκε να μην του κάνει κακό αν ερχόταν μαζί του στην ερημιά.
Ο Ζώραμ συμφώνησε. Ο Νεφί και οι αδελφοί του πήραν τον Ζώραμ και τις ορειχάλκινες πλάκες και γύρισαν στον Λεχί και την Σαρία.
Έδωσαν τις ορειχάλκινες πλάκες στον Λεχί. Αυτός και η Σαρία ήταν ευτυχισμένοι που οι γιοι τους ήταν ασφαλείς. Όλοι μαζί αγαλλίασαν και ευχαρίστησαν τον Θεό.
Ο Λεχί διάβασε τις ορειχάλκινες πλάκες. Είπαν για τον Αδάμ και την Εύα και τη δημιουργία του κόσμου. Περιείχαν τα λόγια πολλών προφητών.
Ο Λεχί και ο Νεφί ήταν ευτυχείς γιατί είχαν υπακούσει τον Κύριο και είχαν καταφέρει να πάρουν τις ορειχάλκινες πλάκες.
Η οικογένεια του Λεχί τύλιξε τις ορειχάλκινες πλάκες για να τις πάρει μαζί της στο ταξίδι, ώστε να μπορέσουν να διδάξουν στα παιδιά τους τις εντολές που ήταν χαραγμένες στις πλάκες.