Κεφάλαιο 17
Ο Άλμα και ο λαός του δραπετεύουν
Οι Νεφίτες φοβήθηκαν και έτρεξαν στην πόλη για ασφάλεια. Ο Άλμα τους είπε να θυμηθούν τον Θεό και θα τους βοηθούσε. Οι Νεφίτες άρχισαν να προσεύχονται.
Ο Κύριος μαλάκωσε τις καρδιές των Λαμανιτών και δεν έπληξαν τους Νεφίτες. Οι Λαμανίτες είχαν χαθεί καθώς προσπαθούσαν να βρουν τον λαό του βασιλιά Λίμχι.
Οι Λαμανίτες υποσχέθηκαν στον Άλμα πως δεν θα ενοχλούσαν τον λαό του εάν θα τους έλεγε πώς να επιστρέψουν στη γη τους. Ο Άλμα τους έδειξε τον δρόμο.
Αλλά οι Λαμανίτες δεν κράτησαν την υπόσχεσή τους. Έβαλαν φρουρούς γύρω από τη γη και ο Άλμα και ο λαός του δεν ήταν πλέον ελεύθεροι.
Ο Λαμανίτης βασιλιάς έκανε τον Αμουλών κυβερνήτη του λαού του Άλμα. Ο Αμουλών ήταν Νεφίτης και άνομος ιερέας του βασιλιά Νώε.
Ο Αμουλών έκανε τον λαό του Άλμα να εργάζεται πολύ σκληρά. Προσευχήθηκαν για βοήθεια, αλλά ο Αμουλών είπε πως όποιον συνελάμβαναν να προσεύχεται θα τον σκότωναν. Ο λαός συνέχισε να προσεύχεται μέσα στην καρδιά του.
Ο Θεός άκουσε τις προσευχές τους και έδωσε δύναμη στους ανθρώπους, ώστε η δουλειά να τους φαίνεται ευκολότερη. Οι άνθρωποι ήταν καλοδιάθετοι και υπομονετικοί.
Ο Θεός ευχαριστήθηκε που οι άνθρωποι ήταν πιστοί. Είπε στον Άλμα ότι θα τους βοηθούσε να δραπετεύσουν από τους Λαμανίτες.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας ο λαός συγκέντρωσε την τροφή και τα ζώα του. Το επόμενο πρωί ο Θεός κράτησε τους Λαμανίτες κοιμισμένους, όσο ο Άλμα και ο λαός του έφευγαν από την πόλη.
Αφού ταξίδεψε για 12 ημέρες, ο λαός έφτασε στη Ζαραχέμλα, όπου ο βασιλιάς Μωσίας και ο λαός του τους καλωσόρισαν.