Κεφάλαιο 38
Η δολοφονία του αρχιδικαστή
Ο Νεφί ήταν λυπημένος που έβλεπε τόση ανομία ανάμεσα στον λαό.
Μία ημέρα προσευχόταν σε έναν πύργο στον κήπο του. Ο κήπος του ήταν δίπλα στον δημόσιο δρόμο που οδηγούσε στην αγορά της Ζαραχέμλα.
Άνθρωποι που περνούσαν από τον δρόμο άκουσαν τον Νεφί να προσεύχεται. Πολλοί άνθρωποι συγκεντρώθηκαν, παραξενεμένοι που ήταν τόσο λυπημένος.
Όταν ο Νεφί είδε τον λαό, του είπε ότι ήταν λυπημένος εξαιτίας της ανομίας του [του λαού]. Τους είπε να μετανοήσουν.
Τους προειδοποίησε ότι αν δεν μετανοούσαν, οι εχθροί τους θα έπαιρναν τα σπίτια τους και τις πόλεις και ο Κύριος δεν θα τους βοηθούσε να πολεμήσουν τους εχθρούς τους.
Ο Νεφί είπε ότι οι Νεφίτες ήταν πιο κακοί από τους Λαμανίτες, επειδή οι Νεφίτες είχαν διδαχθεί τις εντολές αλλά δεν υπάκουαν σε αυτές.
Είπε ότι αν οι Νεφίτες δεν μετανοούσαν, θα καταστρέφονταν.
Μερικοί από τους πονηρούς δικαστές ήταν εκεί. Ήθελαν ο λαός να τιμωρήσει τον Νεφί που μιλούσε εναντίον αυτών και του νόμου τους.
Μερικοί από τον λαό συμφώνησαν με τους πονηρούς δικαστές. Άλλοι πίστεψαν τον Νεφί. Ήξεραν ότι ήταν προφήτης και έλεγε την αλήθεια.
Ο Νεφί είπε στους ανθρώπους ότι είχαν επαναστατήσει κατά του Θεού και ότι σύντομα θα τιμωρούνταν, αν δεν μετανοούσαν.
Ο Νεφί είπε στους ανθρώπους να πάνε να βρουν τον αρχιδικαστή. Θα τον έβρισκαν να κείτεται μέσα στο ίδιο του το αίμα, δολοφονημένο από έναν αδελφό που ήθελε τη θέση του.
Πέντε άνδρες από το πλήθος έτρεξαν να δουν τον αρχιδικαστή. Δεν πίστευαν ότι ο Νεφί ήταν προφήτης του Θεού.
Όταν είδαν τον Σεεζώραμ, τον αρχιδικαστή, να κείτεται μέσα στο αίμα του, έπεσαν στο έδαφος από φόβο. Τώρα ήξεραν ότι ο Νεφί ήταν προφήτης.
Οι υπηρέτες του Σεεζώραμ είχαν ήδη βρει τον αρχιδικαστή και είχαν τρέξει να το πουν στον λαό. Γύρισαν και βρήκαν τους πέντε άνδρες πεσμένους στο έδαφος.
Ο λαός νόμισε ότι οι πέντε άνδρες είχαν σκοτώσει τον Σεεζώραμ.
Έριξαν τους πέντε άνδρες στη φυλακή και μετά ανακοίνωσαν σε όλη την πόλη ότι ο αρχιδικαστής είχε σκοτωθεί και ότι οι δολοφόνοι ήταν στη φυλακή.
Την επόμενη ημέρα ο λαός πήγε εκεί όπου ο αρχιδικαστής θα ενταφιαζόταν. Οι δικαστές που βρίσκονταν στον κήπο του Νεφί ρώτησαν πού ήταν οι πέντε άνδρες.
Οι δικαστές ζήτησαν να δουν αυτούς που είχαν κατηγορηθεί ως δολοφόνοι.
Οι κατηγορούμενοι ως δολοφόνοι ήταν οι πέντε άνδρες που είχαν τρέξει από τον κήπο του Νεφί στον αρχιδικαστή.
Οι πέντε άνδρες είπαν ότι είχαν βρει τον αρχιδικαστή να κείτεται στο αίμα του, ακριβώς όπως είχε πει ο Νεφί. Κατόπιν οι δικαστές κατηγόρησαν τον Νεφί ότι έστειλε κάποιον να σκοτώσει τον Σεεζώραμ.
Γνωρίζοντας ότι ο Νεφί ήταν προφήτης, οι πέντε άνδρες διαφώνησαν με τους δικαστές, αλλά αυτοί δεν τους άκουσαν. Έδεσαν τον Νεφί.
Οι δικαστές προσέφεραν χρήματα στον Νεφί και τη ζωή του, αν θα έλεγε ότι αυτός είχε σχεδιάσει να σκοτώσει τον αρχιδικαστή.
Ο Νεφί είπε στους δικαστές να μετανοήσουν για την κακία τους. Μετά τους είπε να πάνε στον Σεάντουμ, τον αδελφό του Σεεζώραμ.
Ο Νεφί τους είπε να ρωτήσουν τον Σεάντουμ αν αυτός και ο Νεφί είχαν σχεδιάσει τη δολοφονία του Σεεζώραμ. Ο Νεφί είπε ότι ο Σεάντουμ θα έλεγε «όχι».
Κατόπιν οι δικαστές έπρεπε να ρωτήσουν τον Σεάντουμ αν αυτός είχε σκοτώσει τον αδελφό του. Ο Σεάντουμ πάλι θα έλεγε «όχι», αλλά οι δικαστές θα έβρισκαν αίμα στον χιτώνα του.
Ο Νεφί είπε πως ο Σεάντουμ θα έτρεμε, θα χλώμιαζε και τελικά θα ομολογούσε ότι σκότωσε τον αδελφό του.
Οι δικαστές πήγαν στο σπίτι του Σεάντουμ και όλα έγιναν όπως ο Νεφί είπε ότι θα γίνονταν. Ο Νεφί και οι πέντε άνδρες αφέθηκαν ελεύθεροι.
Καθώς οι άνθρωποι έφευγαν από τον Νεφί, μερικοί έλεγαν ότι ήταν προφήτης. Άλλοι είπαν ότι ήταν θεός. Ο Νεφί πήγε στο σπίτι, ακόμα λυπημένος για την πονηρία τους.