2011
Ρεβέκκα Σουέιν Ουίλιαμς: «Σταθερή και ακλόνητη»
Απρίλιος 2011


Ρεβέκκα Σουέιν Ουίλιαμς: Σταθερή και ακλόνητη

Παρά την εχθρότητα της οικογένειάς της προς την Εκκλησία, αυτή η πρόσφατα νεοφώτιστη παρέμεινε πιστή και αφοσιωμένη στο έργο.

Τον Ιούνιο του 1834, μια νεαρή μητέρα η οποία αντιμετώπιζε τον κίνδυνο να την αποκληρώσει ο πατέρας της, έγραψε ένα θαρραλέο και συγκινητικό γράμμα, μιλώντας για την πεποίθησή της στην Αποκατάσταση. Αν και θα έπρεπε να γνώριζε ότι οι προοπτικές να αλλάξει γνώμη εκείνος ήταν ελάχιστες, η Ρεβέκκα Σουέιν Ουίλιαμς στάθηκε ακλόνητη παρά τις επικείμενες συνέπειες. Δήλωσε στον πατέρα της, Ισαάκ, ότι το Βιβλίο του Μόρμον και η Εκκλησία ήταν αληθινά, όπως ακριβώς τα περιέγραψε ο Προφήτης Τζόζεφ Σμιθ και πως είχε ακούσει τους Τρεις Μάρτυρες «να διακηρύσσουν σε δημόσια συγκέντρωση ότι είδαν έναν Άγιο Άγγελο να κατεβαίνει από τους ουρανούς και να [φέρνει] τις πλάκες και να τις [ακουμπά] μπροστά τους».1

Η μαρτυρία της Ρεβέκκας είναι συγκινητική, όχι μόνο για τη δύναμη που επιδεικνύει, αλλά και για την ακλόνητη μαρτυρία της και την αδάμαστη θέλησή της. Παρά την απόρριψη του πατέρα της και το γεγονός ότι ο σύζυγός της, Φρέντερικ Ουίλιαμς, είχε αποξενωθεί από την Εκκλησία για ένα διάστημα, η Ρεβέκκα δεν επέτρεψε ποτέ να ταλαντευτεί η πίστη της. Ακούραστη και αδάμαστη, η Ρεβέκκα στέκει ως παράδειγμα για εμάς σήμερα, για το πώς μπορούμε να παραμείνουμε σταθεροί και ακλόνητοι εμπρός στις μεγαλύτερες δυσκολίες της ζωής, ακόμα κι όταν τα πλησιέστερα προς εμάς άτομα μπορεί να απορρίψουν την πίστη μας και να μας αποκηρύξουν.

Μεταστροφή στην Εκκλησία

Γεννημένη στην Πενσυλβάνια των Η.Π.Α., το 1798, η Ρεβέκκα Σουέιν ήταν η μικρότερη από τα 10 παιδιά.2 Όταν ήταν περίπου εννέα ετών, η οικογένειά της μετακόμισε στο Νιαγκάρα, κοντά στα σύνορα Ηνωμένων Πολιτειών–και Καναδά. Βρίσκονταν αρκετά κοντά στο Φορτ Νιάγκρα, ώστε μπορούσαν να ακούσουν τα πυρά των όπλων όταν το οχυρό δέχτηκε επίθεση κατά τον πόλεμο του 1812. Από μικρό κορίτσι, η Ρεβέκκα έδειξε πόσο άφοβη ήταν. Μια φορά, ενώ διέσχιζε κάποιο δάσος, ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με μια αρκούδα. Άνοιξε και έκλεισε αρκετές φορές μπροστά στο πρόσωπο της αρκούδας μια ομπρέλα που κρατούσε στο χέρι κι αυτή έφυγε τρέχοντας.3

Όταν η Ρεβέκκα ήταν 17 ετών, διέσχισε τη Λίμνη Οντάριο για να επισκεφθεί την αδελφή της στο Ντιτρόιτ. Στο ταξίδι γνώρισε τον ψηλό, με τα σκούρα μάτια, καπετάνιο του πλοίου, Φρέντερικ Γκρέιντζερ Ουίλιαμς. Οι συχνές επισκέψεις τους, μετέτρεψαν γρήγορα τη στοργή σε αγάπη και παντρεύτηκαν στα τέλη του 1815. Οι Ουίλιαμ μετακόμισαν σε διάφορα σημεία στη μεγάλη Western Reserve του Οχάιο, προτού εγκατασταθούν τελικά στο Κίρτλαντ το 1828 περίπου. Ο σύζυγός της άρχισε να ασκεί την ιατρική και έγινε αρκετά γνωστός για τις ικανότητές του και η Ρεβέκκα έμαθε να τον βοηθά στις διάφορες διαδικασίες. Έκαναν τέσσερα παιδιά.

Το φθινόπωρο του 1830, έφθασαν στο Κίρτλαντ οι πρώτοι Μορμόνοι ιεραπόστολοι. Η Ρεβέκκα τούς άκουσε με ενδιαφέρον και παρευρέθηκε σε όλες τις συγκεντρώσεις των ιεραποστόλων. Έφερε, μάλιστα, και τα παιδιά της. Ο Φρέντερικ παρευρισκόταν όσο συχνά του επέτρεπαν οι υποχρεώσεις του ως γιατρός. Μαζί και οι δύο μελετούσαν, συζητούσαν και μάθαιναν, όμως ο Φρέντερικ ήταν λιγότερο βέβαιος για τη δέσμευσή του. Στο αναμεταξύ η Ρεβέκκα είχε πεισθεί για την αλήθεια του ευαγγελίου.

Ένας βιογράφος της οικογένειας περιέγραψε αργότερα τη Ρεβέκκα ως μια Εύα στον Κήπο της Εδέμ: ήταν «η πρώτη που είδε την αναγκαιότητα» να προχωρήσει ως πλήρες μέλος στη διαθήκη του ευαγγελίου.4 Βαπτίστηκε τον Οκτώβριο του 1830.

Ο Φρέντερικ παρέμενε αβέβαιος. Μερικές φορές ήθελε να μη συμμετέχει στην Εκκλησία, όμως τελικά δεν μπορούσε διότι αισθανόταν να τον τραβά πίσω εκείνο το ιερό, νέο βιβλίο γραφών: Το Βιβλίο του Μόρμον. Καθώς το Πνεύμα λειτουργούσε μέσα του, αναγνώρισε την αλήθεια του ευαγγελίου και ακολούθησε το παράδειγμα της Ρεβέκκας και βαπτίστηκε.

Αφιερωμένη υπηρέτηση

Καθώς η Εκκλησία έγινε γρήγορα το επίκεντρο της ζωής τού Φρέντερικ και της Ρεβέκκας, ο αντίκτυπος στην οικογένειά τους ήταν άμεσος. Ο Φρέντερικ χειροτονήθηκε πρεσβύτερος αμέσως μετά το βάπτισμα και την επικύρωσή του. Την επομένη ακριβώς, αποδέχθηκε με ενθουσιασμό μια ανάθεση να φύγει σε λίγες εβδομάδες για να υπηρετήσει μια ιεραποστολή με τον Όλιβερ Κάουντερυ. Ανέμεναν ότι η ιεραποστολή θα διαρκούσε τρεις εβδομάδες. Στην πραγματικότητα έγινε ένα 10μηνο ταξίδι στον Μισούρι. Η μακρά απουσία του από το σπίτι ήταν η πρώτη από πολλές περιόδους σαν κι’ αυτήν για τη Ρεβέκκα. Εξαιτίας των ιεραποστολικών προσπαθειών του Φρέντερικ και της κλήσης του στην Πρώτη Προεδρία, απουσίαζε συχνά. Η Ρεβέκκα, όπως πολλές από τις πρώτες γυναίκες Μορμόνες, περνούσε πολλούς μήνες φροντίζοντας το σπιτικό της και μεγαλώνοντας τα παιδιά της χωρίς τη βοήθεια του συζύγου της.

Παρά το έργο της σε όλα αυτά, η Ρεβέκκα παρέμενε πιστή και υπηρετούσε πρόθυμα. Ο Προφήτης Τζόζεφ Σμιθ και η οικογένειά του φιλοξενήθηκαν για ένα διάστημα στο σπίτι των Ουίλιαμ, όταν οι Σμιθ μετακόμισαν για πρώτη φορά στο Κίρτλαντ. Η Ρεβέκκα αποδείχθηκε αφοσιωμένη στον Προφήτη και την οικογένειά του, φροντίζοντάς τους σε δύσκολες εποχές. Μια φορά ήρθε κάποιος όχλος και περικύκλωσε το σπίτι αναζητώντας τον Τζόζεφ. Η Ρεβέκκα μεταμφίεσε τον Τζόζεφ με το σκουφάκι και το μανδύα της. Ο Τζόζεφ κατάφερε να διαφύγει με ασφάλεια από το σπίτι και μέσα από το πλήθος.

Τον Μάρτιο του 1832, η Ρεβέκκα αποδείχθηκε ξανά ανεκτίμητη βοηθός για τον Προφήτη όταν ένας όχλος όρμησε στο αγρόκτημα του Τζων Τζόνσον στο Χάιραμ του Οχάιο και επιτέθηκε βίαια στον Τζόζεφ Σμιθ και τον Σίδνεϋ Ρίνγκτον. Αφού ξυλοκόπησαν τον Σίδνεϋ και τον άφησαν αναίσθητο και προσπάθησαν να ποτίσουν δηλητήριο τον Τζόζεφ, ο όχλος άλειψε με πίσσα και πούπουλα τον Προφήτη. Όταν η Έμμα Σμιθ είδε το σύζυγό της, νόμισε ότι η πίσσα ήταν αίμα και λιποθύμησε.5 Η Ρεβέκκα και ο Φρέντερικ πέρασαν εκείνη τη νύχτα καθαρίζοντας την πίσσα από το αιμόφυρτο και γδαρμένο σώμα του Τζόζεφ και φροντίζοντας τα παιδιά των Σμιθ. Η βοήθειά τους ήταν πολύτιμη καθώς ο Τζόζεφ βρήκε τη δύναμη να κηρύξει το επόμενο πρωΐ.

Διαδίδοντας το ευαγγέλιο με πεποίθηση

Παντοτινή ελπίδα της Ρεβέκκας ήταν να αποδεχθεί η οικογένειά της, κυρίως ο πατέρας της, το αποκατεστημένο ευαγγέλιο και να λάβουν τις όλο χαρά ευλογίες της πίστης. Όπως ο Λεχί, είχε κι εκείνη γευθεί την αγάπη του Θεού και ήθελε να την μοιραστεί με τους πιο κοντινούς της ανθρώπους (βλέπε Νεφί Α΄ 8:12). Με αυτό κατά νου, η Ρεβέκκα έγραψε με ανυπομονησία στην οικογένειά της για τη μεταστροφή και τη μαρτυρία της και τη μεγάλη χαρά που ένιωθε ως μέλος της Εκκλησίας.

Όμως, η μεταστροφή της Ρεβέκκας εξόργισε τον πατέρα της. Στη λακωνική απάντησή του, απαίτησε να φύγει από την Εκκλησία. Αλλά η Ρεβέκκα δεν κλονίστηκε. Απάντησε, όπως περιγράφει ένας ιστορικός της οικογένειας, ότι «ήταν περισσότερο από ποτέ ακλόνητη η πεποίθησή της για την αλήθεια των διδαχών των Μορμόνων» και συμπεριέλαβε τη δική της ισχυρή μαρτυρία.6 Προς μεγάλη λύπη της, αυτό το γράμμα δεν έφερε τα αποτελέσματα που ήλπιζε. Ο πατέρας της απείλησε να την αποκηρύξει από παιδί του και ορκίστηκε να διακόψει κάθε επικοινωνία μαζί της, αν δεν έφευγε από την Εκκλησία.

Παρ’ όλα αυτά, η Ρεβέκκα δεν υποχώρησε και εξακολούθησε τις προσπάθειές της για τη διάδοση του ευαγγελίου. Το 1834 έγραψε ένα άλλο γράμμα—το μοναδικό που διεσώθη—στον πατέρα της, αποκαλύπτοντας το βάθος της πίστης της και τον πόνο που αισθάνθηκε όταν εκείνος αρνήθηκε να αποδεχτεί οτιδήποτε αφορούσε στους Μορμόνους.

Ο πατέρας της είχε διαβάσει άρθρα στις εφημερίδες που επιτίθεντο στην Εκκλησία, ιδιαίτερα αναφορικά με το Βιβλίο του Μόρμον και τη μαρτυρία των Τριών Μαρτύρων και προσπάθησε να μεταπείσει τη Ρεβέκκα με βάση αυτές τις αναφορές.

«Με πονά να ακούω ότι ο νους σου έχει τόσο διαταραχθεί σχετικά με το Βιβλίο του Μόρμον», έγραψε. Παραθέτοντας γραφές από το Βιβλίο του Μόρμον και από τις νέες αποκαλύψεις του Τζόζεφ Σμιθ, η Ρεβέκκα μίλησε για τη μαρτυρία της για το Βιβλίο του Μόρμον. Εξήγησε, επίσης, ότι το βιβλίο προφήτευσε για την επιλογή των τριών μαρτύρων για αυτό. Ως απόδειξη, παρέθεσε από τον αρχαίο προφήτη Εθέρ, ο οποίος είπε ότι «στο στόμα τριών μαρτύρων» θα «βασιστ[εί] η αλήθεια του βιβλίου» (Εθέρ 5:4).7

Κατόπιν η Ρεβέκκα περιέγραψε πώς είχε προσωπικά δει τους Τρεις Μάρτυρες—τον Ντέηβιντ Ουίτμερ, τον Μάρτιν Χάρρις και τον Όλιβερ Κάουντερυ—και τους είχε ακούσει να καταθέτουν μαρτυρία ότι είχαν δει έναν άγγελο και τις χρυσές πλάκες. Αφού υπερασπίστηκε τις μαρτυρίες και το χαρακτήρα τους, παρότρυνε τον πατέρα της να ερευνήσει περαιτέρω το έργο. Διότι, έγραψε στον πατέρα της, αν «εσύ και η μητέρα γνωρίζετε τις περιστάσεις, όπως τις γνωρίζουμε εμείς σχετικά με αυτό το έργο, είμαι πεπεισμένη ότι θα το πιστέψετε».8

Αντηχώντας την υπόσχεση του Μορόνι στο τέλος του Βιβλίου του Μόρμον, η Ρεβέκκα ικέτευσε να ρωτήσει η οικογένειά της τον Θεό αν «θα φώτιζε το νου [τους] στην οδό της αλήθειας». Κατόπιν, σχεδίασε να στείλει έναν ιεραπόστολο «ικανό να διδάξει το ευαγγέλιο όπως είναι στον Ιησού», ώστε να τους βοηθήσει περαιτέρω.9 Τελικά, ο πατέρας της δεν ήθελε καμία σχέση με αυτό.

Ακόμα και τα γράμματά της στον αδελφό της Τζων—με τον οποίο η Ρεβέκκα ήταν ιδιαίτερα κοντά—επιστράφηκαν χωρίς να ανοιχτούν. Στην πίσω πλευρά ενός από τα επιστραφέντα γράμματα, ο Τζων έγραφε: «Ο πατέρας μού απαγορεύει να διαβάσω το γράμμα σου ή να σου γράψω. Αντίο και ο Θεός πάντα να σε ευλογεί. Ο αδελφός σου, Τζων».10

Ωστόσο, οι ιεραποστολικές προσπάθειες της Ρεβέκκας είχαν επιτυχία με τη μεγαλύτερη αδελφή της, Σάρα Σουέιν Κλαρκ. Η Σάρα προσχώρησε στην Εκκλησία στο Μίσιγκαν, το 1832. Επίσης, οι κόρες της Σάρα προσχώρησαν στην Εκκλησία και παρέμειναν πιστές σε όλη τη ζωή τους.

Πιστή έως το τέλος

Παρά την οδύνη και τον πόνο καρδιάς που ένιωσε η Ρεβέκκα από τις επιλογές του πατέρα της, τον αγαπούσε ακόμα. Έγραψε: «Η καρδιά μου θρηνεί για τους εξ αίματος συγγενείς μου… προσεύχομαι ώστε ο Κύριος να σε παρηγορήσει κατά τις τελευταίες ημέρες σου με το Άγιο Πνεύμα του και είθε να είναι οι καλύτερες ημέρες σου… Ελπίζω ότι ο νους σου θα ηρεμήσει σχετικά με αυτό το έργο. Να είσαι βέβαιος ότι νιώθουμε ακλόνητοι στο σκοπό, γνωρίζοντας ότι ο Κύριος είναι στο τιμόνι».11

Η Ρεβέκκα έπρεπε να παλέψει όχι μόνο με τη δυσπιστία του πατέρα της, αλλά και με προβλήματα αναφορικά με τη δέσμευση του συζύγου της απέναντι στην πίστη. Κατά τα έτη 1837 και 1838, ο σύζυγός της, Φρέντερικ, τότε μέλος της Πρώτης Προεδρίας, βρισκόταν επανειλλημένως σε αντίθεση με τους άλλους ηγέτες της Εκκλησίας. Για ένα διάστημα, μάλιστα, εγκατέλειψε την Εκκλησία και απεβλήθη από αυτήν. Όμως, λίγο αργότερα, ο Φρέντερικ ταπείνωσε τον εαυτό του, προσχώρησε ξανά στην Εκκλησία και πέθανε ως πλήρες μέλος. Δεν έχουμε καταγραφή των συναισθημάτων της Ρεβέκκας εκείνη την εποχή, όμως δε μετάνιωσε για την υπακοή της μαζί με τους Αγίους και παρέμεινε πιστή στη δέσμευσή της.

Όταν οι φήμες για τη διαφωνία του Φρέντερικ έφθασαν μέχρι τον πατέρα της Ρεβέκκας στη Νέα Υόρκη, ο Ισαάκ ήλπιζε ότι η Ρεβέκκα θα αποκήρυσσε και η ίδια την πίστη. Όμως η Ρεβέκκα τού έστειλε ένα γράμμα που έδειχνε τη συνεχή αφοσίωσή της. Όταν διάβασε την απάντησή της, ο Ισαάκ κούνησε αργά το κεφάλι του και είπε: «Ούτε μία λέξη μετάνοιας».12

Η Ρεβέκκα παρέμεινε ακλόνητη στην υπεράσπισή της του Τζόζεφ Σμιθ και της αποκατεστημένης Εκκλησίας. Και παρά τις θυσίες που υπήρξαν διότι επέλεξε την Εκκλησία πάνω από τον πατέρα της, η Ρεβέκκα εξακολούθησε να τον τιμά. Εκτιμούσε όσα την είχε διδάξει ο πατέρας της και εξέφραζε την αγάπη και την ευγνωμοσύνη της γι’ αυτόν. Έκλεινε το γράμμα της το 1834, σημειώνοντας ότι «θα θυμάμαι πάντα τη διδασκαλία… που έλαβα από τον αγαπημένο πατέρα μου».13

Το 1839 πέθανε ο πατέρας της Ρεβέκκας. Μόλις τρία χρόνια αργότερα έχασε το σύζυγό της. Παρ’ όλες αυτές τις οδυνηρές δυσκολίες, η πίστη και το κουράγιο της Ρεβέκκας άνθεξαν. Όταν οι Άγιοι ξεκίνησαν την πορεία δυτικά προς τη Γιούτα, εκείνη ταξίδεψε με την οικογένεια του γιου της, Έζρα, και οδήγησε τη δική της άμαξα. Αργότερα, ανέλαβε τη διαχείριση ενός αγροκτήματος στο Μιλ Κρικ. Όταν ολοκληρώθηκε το Ταμπερνάκλ της Σωλτ Λέηκ και ζητήθηκε από τους Αγίους να δωρίσουν ό,τι μπορούσαν, έδωσε ένα σετ ασημένια κουτάλια για να χρησιμοποιηθούν στους δίσκους για την τράπεζα της μετάληψης. Τελικά, το 1860, μολονότι ήταν πολύ αδύναμη, όταν ο Πρόεδρος Μπρίγκαμ Γιανγκ κάλεσε την οικογένειά της να εγκατασταθεί στη μακρινή Κασέ Βάλεϊ της Γιούτα, μετακόμισε πρόθυμα για μια ακόμα—φορά, οδηγώντας τη δική της άμαξα.

Η Ρεβέκκα πέθανε στο Σμίθφιλντ της Γιούτα, στις 25 Σεπτεμβρίου 1861. Παρέμεινε πιστή στα πιστεύω της, στη γνώση της αλήθεια και σε όλα όσα είχε βιώσει. Παρέμεινε «σταθερ[ή] και ακλόνητ[η]» μέχρι τέλους (Μωσία 5:15).

Σημειώσεις

  1. Ρεβέκκα Σουέιν Ουίλιαμς στον Ισαάκ Φίσερ Σουέιν, 4 Ιουνίου 1834, Βιβλιοθήκη Ιστορίας Εκκλησίας, Σωλτ Λέηκ Σίτυ.

  2. Βιογραφικές πληροφορίες προέρχονται από τη Νάνσυ Κλέμεντ Ουίλιαμς, Meet Dr. Frederick Granger Williams … and His Wife Rebecca Swain Williams: Read Their True Story in the First Introduction—after 100 Years (1951) και τον Φρέντερικ Ουίλιαμς, “Frederick Granger Williams of the First Presidency of the Church,” BYU Studies, τόμος 12, αρ. 3 (1972): 243–61.

  3. Ουίλιαμς, Meet Dr. Frederick Granger Williams, 5.

  4. Ουίλιαμς, Meet Dr. Frederick Granger Williams, 55.

  5. History of the Church, 1:263.

  6. Ουίλιαμς, Meet Dr. Frederick Granger Williams, 63.

  7. Βλέπε, επίσης, επιστολή της Ρεβέκκας Ουίλιαμς στις 4 Ιουνίου 1834.

  8. Επιστολή της Ρεβέκκας Ουίλιαμς στις 4 Ιουνίου 1834.

  9. Επιστολή της Ρεβέκκας Ουίλιαμς στις 4 Ιουνίου 1834.

  10. Στο Ουίλιαμς, Meet Dr. Frederick Granger Williams, 63.

  11. Επιστολή της Ρεβέκκας Ουίλιαμς στις 4 Ιουνίου 1834.

  12. Επιστολή Τζωρτζ Σουέιν, 17 Μαρτίου 1839, δακτυλογραφημένο κείμενο, Βιβλιοθήκη Ιστορίας Εκκλησίας, Σωλτ Λέηκ Σίτυ.

  13. Επιστολή της Ρεβέκκας Ουίλιαμς στις 4 Ιουνίου 1834.

Εικονογραφήσεις υπό Richard Hull