«Ο βασιλιάς όλων των Λαμανιτών», Ιστορίες από το Βιβλίο του Μόρμον (2023)
«Ο βασιλιάς όλων των Λαμανιτών», Ιστορίες από το Βιβλίο του Μόρμον
Ο βασιλιάς όλων των Λαμανιτών
Θέλοντας να μάθουμε για τον Κύριο
Οι Λαμανίτες είχαν έναν βασιλιά που κυβερνούσε όλους τους άλλους βασιλιάδες τους. Ήταν ο πατέρας του βασιλιά Λαμόνι. Νόμιζε ότι οι Νεφίτες ήταν εχθροί. Μία ημέρα είδε τον Λαμόνι με τον Αμμών. Ο βασιλιάς ρώτησε τον Λαμόνι τι έκανε με έναν Νεφίτη. Ο Λαμόνι είπε στον βασιλιά ότι επρόκειτο να ελευθερώσουν τους αδελφούς του Αμμών από τη φυλακή.
Ο βασιλιάς θύμωσε. Νόμιζε ότι οι Νεφίτες έλεγαν ψέματα για να προσπαθήσουν να κλέψουν από τους Λαμανίτες. Είπε στον Λαμόνι να σκοτώσει τον Αμμών και να έλθει μαζί του.
Ο Λαμόνι δεν ήθελε να σκοτώσει τον Αμμών. Είπε στον βασιλιά ότι ο Αμμών και οι αδελφοί του ήταν προφήτες του Θεού. Είπε ότι θα βοηθούσε τους αδελφούς του Αμμών.
Ο βασιλιάς έβγαλε το σπαθί του για να χτυπήσει τον Λαμόνι, αλλά ο Αμμών τον σταμάτησε. Αντ’ αυτού ο βασιλιάς επιτέθηκε στον Αμμών. Ο Αμμών υπερασπίστηκε τον εαυτό του. Τραυμάτισε τον βραχίονα του βασιλιά και έτσι ο βασιλιάς δεν θα μπορούσε να πολεμήσει. Ο βασιλιάς φοβήθηκε, επειδή ο Αμμών ήταν τόσο δυνατός. Υποσχέθηκε να δώσει στον Αμμών το μισό από το βασίλειό του, εάν ο Αμμών τον άφηνε να ζήσει.
Ο Αμμών δεν ήθελε το βασίλειο. Αντιθέτως ζήτησε από τον βασιλιά να ελευθερώσει τους αδελφούς του από τη φυλακή. Ζήτησε επίσης από τον βασιλιά να σταματήσει να είναι θυμωμένος με τον Λαμόνι. Ο Αμμών είπε ότι ο βασιλιάς θα έπρεπε να αφήσει τον Λαμόνι να κυβερνά με τον τρόπο που θεωρούσε ότι ήταν καλύτερος.
Ο βασιλιάς εξεπλάγη με το πόσο πολύ αγαπούσε ο Αμμών τον Λαμόνι. Συμφώνησε να κάνει όλα όσα ζήτησε ο Αμμών.
Ο βασιλιάς ήθελε να μάθει περισσότερα για αυτά που του είχαν πει ο Αμμών και ο Λαμόνι για τον Θεό. Ζήτησε από τον Αμμών και τους αδελφούς του να έλθουν και να τον διδάξουν.
Ο Αμμών και ο Λαμόνι πήγαν στη γη του Μιδδόνι. Οι αδελφοί του Αμμών ήταν εκεί στη φυλακή. Ήταν δεμένοι με σχοινιά και δεν τους είχε δοθεί τροφή ή νερό. Ο Λαμόνι έπεισε τον ηγεμόνα του Μιδδόνι να αφήσει ελεύθερους τους αδελφούς του Αμμών.
Μόλις ελευθερώθηκαν, οι αδελφοί του Αμμών πήγαν στον πατέρα του Λαμόνι. Προσκύνησαν τον βασιλιά και ζήτησαν να γίνουν υπηρέτες του. Ο βασιλιάς είπε όχι. Αντιθέτως ήθελε να τον διδάξουν για το Ευαγγέλιο. Ένας από τους αδελφούς ονομαζόταν Ααρών. Διάβασε τις γραφές στον βασιλιά και τον δίδαξε για τον Θεό και τον Ιησού Χριστό.
Ο βασιλιάς πίστεψε τον Ααρών. Είπε ότι θα εγκατέλειπε όλο του το βασίλειο για να γνωρίσει τον Θεό. Ρώτησε τον Ααρών τι έπρεπε να κάνει. Ο Ααρών είπε στον βασιλιά να μετανοήσει και να προσευχηθεί στον Θεό με πίστη. Ο βασιλιάς μετανόησε για όλες τις αμαρτίες του και προσευχήθηκε.
Ο βασιλιάς έπεσε στο έδαφος. Οι υπηρέτες του βασιλιά έτρεξαν να το πουν στη βασίλισσα.
Η βασίλισσα ήλθε και είδε τον βασιλιά στο έδαφος. Νόμιζε ότι ο Ααρών και οι αδελφοί του είχαν σκοτώσει τον βασιλιά. Η βασίλισσα ήταν θυμωμένη.
Η βασίλισσα είπε στους υπηρέτες να θανατώσουν τον Ααρών και τους αδελφούς του. Όμως οι υπηρέτες φοβήθηκαν. Είπαν ότι ο Ααρών και οι αδελφοί του ήταν πολύ δυνατοί. Τώρα η βασίλισσα ήταν φοβισμένη. Έστειλε τους υπηρέτες να πουν στον λαό της πόλης τι είχε συμβεί. Ήλπιζε ότι ο λαός θα σκότωνε τον Ααρών και τους αδελφούς του.
Ο Ααρών ήξερε ότι ο λαός θα θύμωνε. Ήξερε επίσης ότι ο βασιλιάς δεν ήταν νεκρός. Βοήθησε τον βασιλιά να σηκωθεί. Ο βασιλιάς ανέκτησε τη δύναμή του και στάθηκε όρθιος. Η βασίλισσα και οι υπηρέτες έμειναν έκπληκτοι.
Ο βασιλιάς δίδαξε τη βασίλισσα και τους υπηρέτες για τον Ιησού. Όλοι πίστεψαν στον Ιησού. Ο βασιλιάς ήθελε να μάθει όλος ο λαός του για τον Ιησού. Έκανε έναν νόμο με τον οποίο ο Ααρών και οι αδελφοί του θα μπορούσαν να διδάξουν το Ευαγγέλιο οπουδήποτε στο βασίλειό του. Δίδαξαν τον λαό και κάλεσαν ιερείς και διδασκάλους στη χώρα.